Φορολογικός Έλεγχος μετά από καταγγελία: μικρά μυστικά που οδηγούν σε μεγάλες αποκαλύψεις

Φορολογικός Έλεγχος μετά από καταγγελία:
μικρά μυστικά που οδηγούν σε μεγάλες αποκαλύψεις

 

Οι φορολογικοί έλεγχοι στην Ελλάδα, που διενεργούνται από φορείς όπως το ΣΔΟΕ, οι Δ.Ο.Υ., το ΚΕΦΟΜΕΠ και τα ΕΛΚΕ, συχνά ξεκινούν με αφορμή καταγγελίες, είτε επώνυμες είτε ανώνυμες. Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε τη σημασία της καταγγελίας στη διαδικασία των ελέγχων, εστιάζοντας στη νομολογία και παραδείγματα πραγματικών υποθέσεων που κρίθηκαν από τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ). Θα αναλύσουμε πώς επηρεάζει η καταγγελία την παραγραφή και την αποδεικτική διαδικασία κατά τον έλεγχο.

Κάθε χρόνο κατατίθενται χιλιάδες καταγγελίες, με τις κυριότερες να προέρχονται από προσωπικά ή επαγγελματικά κίνητρα. Παρότι υπάρχουν και κακόβουλες καταγγελίες, οι φορολογικές αρχές οφείλουν να εξετάσουν την κάθε μία ξεχωριστά. Το αν μια καταγγελία είναι επώνυμη ή ανώνυμη δεν επηρεάζει άμεσα την εξέλιξη του ελέγχου. Ωστόσο, μια επώνυμη καταγγελία συνήθως θεωρείται πιο αξιόπιστη και ενδέχεται να δώσει μεγαλύτερη βαρύτητα στην απόφαση για την έναρξη ελέγχου.

Η παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων είναι πενταετής, αλλά υπό προϋποθέσεις μπορεί να επιμηκυνθεί στα δέκα χρόνια. Ένα από τα καίρια ζητήματα που εξετάζουν τα δικαστήρια είναι αν η καταγγελία μπορεί να θεωρηθεί ως “συμπληρωματικό στοιχείο”, δηλαδή αν προσφέρει νέα δεδομένα στις φορολογικές αρχές, τα οποία δεν ήταν δυνατό να γνωρίζουν μέσω των συνηθισμένων διαδικασιών.

 

Παράδειγμα 1: Καταγγελία χωρίς νέα στοιχεία

Σε μια υπόθεση, μια πρώην σύζυγος κατήγγειλε ότι ο σύζυγός της φοροδιαφεύγει. Οι αρχές έλεγξαν τους τραπεζικούς λογαριασμούς του και διαπίστωσαν αδήλωτα εισοδήματα. Ωστόσο, επειδή οι πληροφορίες που βρέθηκαν από την εξέταση των λογαριασμών ήταν διαθέσιμες και στο παρελθόν, η καταγγελία δεν θεωρήθηκε “συμπληρωματικό στοιχείο”, και η παραγραφή παρέμεινε πενταετής (ΣτΕ 172/2018).

 

Παράδειγμα 2: Καταγγελία με νέα στοιχεία

Σε άλλη περίπτωση, μια ανώνυμη καταγγελία ανέφερε ότι μια κατασκευαστική εταιρεία πούλησε ακίνητο για 215.200 ευρώ, αλλά δήλωσε στο συμβόλαιο μόνο 62.000 ευρώ. Η καταγγελία συνοδευόταν από αποδεικτικά στοιχεία, όπως φωτοαντίγραφο απόδειξης κατάθεσης. Το νέο αυτό στοιχείο θεωρήθηκε “συμπληρωματικό”, καθώς η φορολογική αρχή δεν είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει αυτή την πληροφορία μέσω των συνήθων διαδικασιών. Στην περίπτωση αυτή, η παραγραφή επιμηκύνθηκε στα δέκα χρόνια (ΔΕΔ Αθ 1045/2020).

 

Το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) έχει θέσει σαφείς κανόνες σχετικά με το τι μπορεί να θεωρηθεί “συμπληρωματικό στοιχείο”. Σε προηγούμενες αποφάσεις (ΣτΕ 2934/2017), κρίθηκε ότι οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών εντός Ελλάδας δεν θεωρούνται νέα στοιχεία, διότι οι αρχές έχουν πρόσβαση σε αυτές και αποτελούν ένα βασικό εργαλείο για τον έλεγχο της ακρίβειας των φορολογικών δηλώσεων. Η εξέταση αυτών των στοιχείων θεωρείται μέρος της τακτικής αρμοδιότητας των ελεγκτικών μηχανισμών.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα τεχνολογικά μέσα των φορολογικών αρχών πρέπει να βελτιώνονται συνεχώς, ώστε να εξασφαλίζεται η πλήρης εκμετάλλευση των δεδομένων που έχουν στη διάθεσή τους. Αυτό σημαίνει ότι οι φορολογικοί έλεγχοι δεν πρέπει να βασίζονται μόνο σε καταγγελίες για την αποκάλυψη αδήλωτων εισοδημάτων, αλλά να αξιοποιούν πλήρως τα υφιστάμενα εργαλεία, όπως οι τραπεζικές κινήσεις.

Μια καταγγελία από μόνη της δεν θεωρείται επαρκές αποδεικτικό στοιχείο για την επιβολή κυρώσεων ή τον καταλογισμό φόρων. Για να ληφθεί υπόψη, πρέπει το περιεχόμενο της καταγγελίας να διασταυρωθεί με επιπρόσθετα στοιχεία και να επιβεβαιωθεί μέσω άλλων πηγών. Αυτό αποτελεί βασική προϋπόθεση για την τεκμηρίωση μιας υπόθεσης φοροδιαφυγής.

 

Παράδειγμα 3: Επώνυμη καταγγελία γιατρών

Σε μια περίπτωση, ένας ασθενής κατήγγειλε επώνυμα έναν γιατρό για μη έκδοση αποδείξεων. Η αρμόδια ΔΟΥ ανέτρεξε στο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης (ΗΔΙΚΑ) για να διασταυρώσει τις επισκέψεις των ασθενών στο ιατρείο και, αφού συγκέντρωσε τα αναγκαία στοιχεία, καταλόγισε φόρους και πρόστιμα για τα έτη που αφορούσε ο έλεγχος (ΔΕΔ Θ 662/2020). Εδώ, η καταγγελία πυροδότησε τον έλεγχο, αλλά η επιβολή των κυρώσεων βασίστηκε στη διασταύρωση των δεδομένων και όχι μόνο στην καταγγελία.

 

Η καταγγελία συχνά αποτελεί το έναυσμα για τη διενέργεια ενός φορολογικού ελέγχου, αλλά δεν αρκεί από μόνη της για να θεωρηθεί απόδειξη παρατυπιών ή φοροδιαφυγής. Για να θεωρηθεί “συμπληρωματικό στοιχείο”, πρέπει να εισφέρει νέα πληροφορία που δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν οι αρχές κατά τη συνήθη άσκηση των καθηκόντων τους. Επιπλέον, η καταγγελία πρέπει πάντα να διασταυρώνεται με πρόσθετες πηγές και να υποβάλλεται σε λεπτομερή έλεγχο.

Κάθε περίπτωση φορολογικού ελέγχου είναι μοναδική και πρέπει να αξιολογείται με βάση τα πραγματικά περιστατικά και τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία. Οι καταγγελίες παίζουν σημαντικό ρόλο, αλλά δεν αντικαθιστούν την ανάγκη για επαλήθευση και τεκμηρίωση μέσω των επίσημων διαδικασιών.