Τεχνητή Νοημοσύνη και Φορολογία: Η επόμενη μέρα της οικονομίας
Η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης (AI) την τελευταία δεκαετία, ως αποτέλεσμα των συνεχών τεχνολογικών επενδύσεων, έχει δημιουργήσει νέες δυνατότητες, ενισχύοντας την παραγωγικότητα και την καινοτομία. Παράλληλα, όμως, εγείρει ανησυχίες σχετικά με τις επιπτώσεις στις αγορές εργασίας, στα κοινωνικά συστήματα, και στη φορολογική πολιτική. Η ανάγκη για δημοσιονομικές πολιτικές που θα επιτρέψουν την ομαλή ενσωμάτωση της AI καθίσταται πλέον επιτακτική, ώστε να μετριαστούν οι ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες για τις κοινωνίες.
Η φορολογική πολιτική μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στη διασφάλιση ότι τα κέρδη που αποφέρει η AI θα κατανέμονται ισότιμα, μειώνοντας τον αντίκτυπο στις θέσεις εργασίας. Ωστόσο, τα περισσότερα φορολογικά συστήματα –ιδίως στην Ε.Ε.– εξακολουθούν να βασίζονται στη φορολόγηση της εργασίας, χωρίς να έχουν προσαρμοστεί στις ανάγκες που επιβάλλουν οι τεχνολογικές αλλαγές. Αυτό ενδέχεται να αποτελέσει εμπόδιο στην αξιοποίηση των ευκαιριών που παρέχει η AI, καθώς οι σχετικές φορολογικές μεταρρυθμίσεις δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις για φιλοαναπτυξιακή φορολόγηση.
Ορισμένες χώρες, όπως οι ΗΠΑ και η Σιγκαπούρη, έχουν ήδη ξεκινήσει να εξετάζουν φορολογικά μέτρα για την AI, παρέχοντας κίνητρα για καινοτομία που διατηρούν τη φορολογική τους βάση χωρίς να αυξάνουν τη φορολογική επιβάρυνση. Τα παραδείγματα αυτά καταδεικνύουν ότι είναι δυνατή η ισορροπία ανάμεσα στην ενίσχυση της καινοτομίας και τη διασφάλιση κοινωνικής σταθερότητας, αλλά η Ευρώπη προς το παρόν υπολείπεται. Στην Ε.Ε., οι φόροι στις επιχειρήσεις παραμένουν χαμηλοί (3,3% του ΑΕΠ το 2022), ενώ οι προτάσεις όπως το πλαίσιο BEFIT δεν έχουν προσαρμοστεί για να αντιμετωπίσουν τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της AI.
Ακόμα, η επιβολή ειδικών φόρων σε επιχειρήσεις αυτοματισμού ή τεχνολογίας AI θα μπορούσε να αποδειχτεί δύσκολη, καθώς απαιτεί παγκόσμια συνεργασία και ενδέχεται να οδηγήσει σε ανεπιθύμητες στρεβλώσεις, αναλογικά υψηλότερες επιβαρύνσεις, και μειωμένη ανταγωνιστικότητα. Εξάλλου, η ανάλυση κόστους-οφέλους δείχνει ότι οι πρόσθετοι φόροι μπορεί να μην προσφέρουν πάντα άμεσα οφέλη στην κοινωνία, αλλά αντιθέτως να αυξήσουν το κόστος των επενδύσεων.
Ταυτόχρονα, πολλά από τα υφιστάμενα κίνητρα για την ενίσχυση του αυτοματισμού και της AI, όπως οι φορολογικές εκπτώσεις, συχνά δεν έχουν άμεση σύνδεση με την καινοτομία και μπορεί να εντείνουν το κοινωνικό κόστος μέσω απώλειας θέσεων εργασίας, όπως επισημαίνει ο ΟΟΣΑ. Αυτά τα κίνητρα θα πρέπει να επανεξεταστούν και να συνδυαστούν με άλλες φορολογικές ελαφρύνσεις για τους εργαζομένους, ώστε να μην ενισχύεται το χάσμα ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία.
Μια αποτελεσματική φορολογική πολιτική που θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της AI πρέπει να περιλαμβάνει αναπροσαρμογή των φόρων κεφαλαίου (σήμερα 3,4% του ΑΕΠ στην Ε.Ε.) και ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών, διασφαλίζοντας ότι τα κέρδη κατανέμονται δίκαια και μειώνοντας τον κίνδυνο φοροαποφυγής.
Τέλος, η αξιοποίηση της AI στη φορολογία μπορεί να συντελέσει ουσιαστικά στην ψηφιακή μετάβαση, βελτιώνοντας τη διαχείριση των δεδομένων και μειώνοντας τη φοροδιαφυγή. Η νέα πραγματικότητα που φέρνει η AI απαιτεί λοιπόν νέες, προσαρμοσμένες δημοσιονομικές πολιτικές, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα και τη δίκαιη ανάπτυξη.